- αείκωμος
- ἀείκωμος, -ον (Α)αυτός που διαρκώς διασκεδάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κωμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀεικώμους — ἀείκωμος continually revelling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek